εὕρημα

εὕρημα
εὕρημα, ατος, τό (s. next entry; Trag., Hdt. et al.; POxy 472, 33 [II A.D.]; Philo; Jos., C. Ap. 2, 148; the LXX has the later form εὕρεμα [Phryn. p. 445f Lob.; Dio Chrys. 59 (76), 1]; s. Thackeray p. 80) discovery, invention Dg 7:1.—DELG s.v. εὑρίσκω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὕρημα — invention neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… …   Dictionary of Greek

  • εύρημα — το, ατος 1. ό,τι βρίσκει κανείς. 2. μτφ., ανέλπιστο αγαθό, εξαιρετικό απόκτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὕρημ' — εὕρημα , εὕρημα invention neut nom/voc/acc sg εὕρημαι , εὑρίσκω find perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρημάτων — εὕρημα invention neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρήμασι — εὕρημα invention neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρήμασιν — εὕρημα invention neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρήματα — εὕρημα invention neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρήματι — εὕρημα invention neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρήματος — εὕρημα invention neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Κυθήρων — Η μικρή αρχαιολογική συλλογή των Κυθήρων στεγάζεται από το 1979 σε ένα κτίριο του κεντρικού δρόμου της Χώρας, που παραχώρησε ο Κυθηραϊκός Σύνδεσμος για το σκοπό αυτό. Το μουσείο έχει δύο αίθουσες. Στην κύρια αίθουσα, στα δεξιά, εκτίθενται τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”